unarmed warhead - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unarmed warhead - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
"Warhead"

unarmed warhead      
боеголовка в инертном снаряжении
warhead         
  • A [[B61 nuclear bomb]] in various stages of assembly; the nuclear warhead is the bullet-shaped silver canister in the middle-left of the photograph.
DAMAGE-CREATING PAYLOAD DELIVERED BY A ROCKET, MISSILE, OR TORPEDO
Rocket warhead

['wɔ:hed]

общая лексика

боеголовка

существительное

военное дело

боевая часть

боезаряд

боеголовка

головная часть (ракеты)

non-combatant         
CIVILIAN WHO DOES NOT TAKE A DIRECT PART IN HOSTILITIES DURING WAR
Noncombatant; Non-combatants; Non combatant; Unarmed civilians; Noncombatants; Non-Combatant; Not in the face of the enemy; Civilian immunity
нестроевой

Ορισμός

warhead
(warheads)
A warhead is the front part of a bomb or missile where the explosives are carried.
...nuclear warheads.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Warhead (disambiguation)

A warhead is an explosive device used in military conflicts.

Warhead may also refer to:

Μετάφραση του &#39unarmed warhead&#39 σε Ρωσικά